Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάθαρσις
καθαρτέος
καθαρτήριος
καθαρτής
καθαρτικός
καθάρυλλος
καθαρώδης
κάθαψις
καθέδρα
καθέδριος
καθεδρωτός
καθέζομαι
καθείμαρται
καθείργνυμι
κάθειρξις
καθεῖς
καθεκτέον
καθεκτέος
καθέκτης
καθεκτικός
καθεκτός
View word page
καθεδρωτός
provided with seats

ShortDef

provided with seats

Debugging

Headword:
καθεδρωτός
Headword (normalized):
καθεδρωτός
Headword (normalized/stripped):
καθεδρωτος
IDX:
43775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43776
Key:

Data

{'content': 'provided with seats'}