Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτέος
καθαρτήριος
καθαρτής
καθαρτικός
καθάρυλλος
καθαρώδης
κάθαψις
καθέδρα
καθέδριος
καθεδρωτός
καθέζομαι
καθείμαρται
καθείργνυμι
κάθειρξις
καθεῖς
καθεκτέον
καθεκτέος
καθέκτης
View word page
καθέδρα
a seat

ShortDef

a seat

Debugging

Headword:
καθέδρα
Headword (normalized):
καθέδρα
Headword (normalized/stripped):
καθεδρα
IDX:
43773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43774
Key:

Data

{'content': 'a seat'}