Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθαρουργός
καθαρπαγή
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτέος
καθαρτήριος
καθαρτής
καθαρτικός
καθάρυλλος
καθαρώδης
κάθαψις
καθέδρα
καθέδριος
καθεδρωτός
καθέζομαι
καθείμαρται
καθείργνυμι
κάθειρξις
καθεῖς
καθεκτέον
View word page
καθαρώδης
clear

ShortDef

clear

Debugging

Headword:
καθαρώδης
Headword (normalized):
καθαρώδης
Headword (normalized/stripped):
καθαρωδης
IDX:
43771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43772
Key:

Data

{'content': 'clear'}