Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθαρουργία
καθαρουργικός
καθαρουργός
καθαρπαγή
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτέος
καθαρτήριος
καθαρτής
καθαρτικός
καθάρυλλος
καθαρώδης
κάθαψις
καθέδρα
καθέδριος
καθεδρωτός
καθέζομαι
καθείμαρται
καθείργνυμι
κάθειρξις
View word page
καθαρτικός
for cleansing
ShortDef
for cleansing
Debugging
Headword:
καθαρτικός
Headword (normalized):
καθαρτικός
Headword (normalized/stripped):
καθαρτικος
IDX:
43769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43770
Key:
Data
{'content': 'for cleansing'}