Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθαρουργεῖον
καθαρουργία
καθαρουργικός
καθαρουργός
καθαρπαγή
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτέος
καθαρτήριος
καθαρτής
καθαρτικός
καθάρυλλος
καθαρώδης
κάθαψις
καθέδρα
καθέδριος
καθεδρωτός
καθέζομαι
καθείμαρται
καθείργνυμι
View word page
καθαρτής
a cleanser
ShortDef
a cleanser
Debugging
Headword:
καθαρτής
Headword (normalized):
καθαρτής
Headword (normalized/stripped):
καθαρτης
IDX:
43768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43769
Key:
Data
{'content': 'a cleanser'}