Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθαροποιέω
καθαρός
καθαρότης
καθαρουργεῖον
καθαρουργία
καθαρουργικός
καθαρουργός
καθαρπαγή
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτέος
καθαρτήριος
καθαρτής
καθαρτικός
καθάρυλλος
καθαρώδης
κάθαψις
καθέδρα
καθέδριος
καθεδρωτός
View word page
κάθαρσις
a cleansing

ShortDef

a cleansing

Debugging

Headword:
κάθαρσις
Headword (normalized):
κάθαρσις
Headword (normalized/stripped):
καθαρσις
IDX:
43765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43766
Key:

Data

{'content': 'a cleansing'}