Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
καθαρός
καθαρότης
καθαρουργεῖον
καθαρουργία
καθαρουργικός
καθαρουργός
καθαρπαγή
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτέος
καθαρτήριος
καθαρτής
καθαρτικός
καθάρυλλος
καθαρώδης
κάθαψις
καθέδρα
View word page
καθαρπάζω
to snatch down

ShortDef

to snatch down

Debugging

Headword:
καθαρπάζω
Headword (normalized):
καθαρπάζω
Headword (normalized/stripped):
καθαρπαζω
IDX:
43763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43764
Key:

Data

{'content': 'to snatch down'}