Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθαρμός
καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
καθαρός
καθαρότης
καθαρουργεῖον
καθαρουργία
καθαρουργικός
καθαρουργός
καθαρπαγή
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτέος
καθαρτήριος
καθαρτής
καθαρτικός
καθάρυλλος
καθαρώδης
κάθαψις
View word page
καθαρπαγή
direptio

ShortDef

direptio

Debugging

Headword:
καθαρπαγή
Headword (normalized):
καθαρπαγή
Headword (normalized/stripped):
καθαρπαγη
IDX:
43762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43763
Key:

Data

{'content': 'direptio'}