Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθαρμόζω
καθαρμός
καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
καθαρός
καθαρότης
καθαρουργεῖον
καθαρουργία
καθαρουργικός
καθαρουργός
καθαρπαγή
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτέος
καθαρτήριος
καθαρτής
καθαρτικός
καθάρυλλος
καθαρώδης
View word page
καθαρουργός
baker of fine bread

ShortDef

baker of fine bread

Debugging

Headword:
καθαρουργός
Headword (normalized):
καθαρουργός
Headword (normalized/stripped):
καθαρουργος
IDX:
43761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43762
Key:

Data

{'content': 'baker of fine bread'}