Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθαρματώδης
καθαρμόζω
καθαρμός
καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
καθαρός
καθαρότης
καθαρουργεῖον
καθαρουργία
καθαρουργικός
καθαρουργός
καθαρπαγή
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτέος
καθαρτήριος
καθαρτής
καθαρτικός
καθάρυλλος
View word page
καθαρουργικός
sifted, fine

ShortDef

sifted, fine

Debugging

Headword:
καθαρουργικός
Headword (normalized):
καθαρουργικός
Headword (normalized/stripped):
καθαρουργικος
IDX:
43760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43761
Key:

Data

{'content': 'sifted, fine'}