Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάθαρμα
καθαρματώδης
καθαρμόζω
καθαρμός
καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
καθαρός
καθαρότης
καθαρουργεῖον
καθαρουργία
καθαρουργικός
καθαρουργός
καθαρπαγή
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτέος
καθαρτήριος
καθαρτής
καθαρτικός
View word page
καθαρουργία
artistic work

ShortDef

artistic work

Debugging

Headword:
καθαρουργία
Headword (normalized):
καθαρουργία
Headword (normalized/stripped):
καθαρουργια
IDX:
43759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43760
Key:

Data

{'content': 'artistic work'}