Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθαριστής
κάθαρμα
καθαρματώδης
καθαρμόζω
καθαρμός
καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
καθαρός
καθαρότης
καθαρουργεῖον
καθαρουργία
καθαρουργικός
καθαρουργός
καθαρπαγή
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτέος
καθαρτήριος
καθαρτής
View word page
καθαρουργεῖον
bakery for fine bread

ShortDef

bakery for fine bread

Debugging

Headword:
καθαρουργεῖον
Headword (normalized):
καθαρουργεῖον
Headword (normalized/stripped):
καθαρουργειον
IDX:
43758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43759
Key:

Data

{'content': 'bakery for fine bread'}