Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθαριόω
καθαριστήριον
καθαριστής
κάθαρμα
καθαρματώδης
καθαρμόζω
καθαρμός
καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
καθαρός
καθαρότης
καθαρουργεῖον
καθαρουργία
καθαρουργικός
καθαρουργός
καθαρπαγή
καθαρπάζω
καθάρσιος
κάθαρσις
καθαρτέος
View word page
καθαρός
clear of dirt, clean, spotless, unsoiled

ShortDef

clear of dirt, clean, spotless, unsoiled

Debugging

Headword:
καθαρός
Headword (normalized):
καθαρός
Headword (normalized/stripped):
καθαρος
IDX:
43756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43757
Key:

Data

{'content': 'clear of dirt, clean, spotless, unsoiled'}