Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθαρίζω
καθάριος
καθαριόω
καθαριστήριον
καθαριστής
κάθαρμα
καθαρματώδης
καθαρμόζω
καθαρμός
καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
καθαρός
καθαρότης
καθαρουργεῖον
καθαρουργία
καθαρουργικός
καθαρουργός
καθαρπαγή
καθαρπάζω
καθάρσιος
View word page
καθαρολογέω
to be precise

ShortDef

to be precise

Debugging

Headword:
καθαρολογέω
Headword (normalized):
καθαρολογέω
Headword (normalized/stripped):
καθαρολογεω
IDX:
43754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43755
Key:

Data

{'content': 'to be precise'}