Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθαρευτέος
καθαρεύω
καθαριεύω
καθαρίζω
καθάριος
καθαριόω
καθαριστήριον
καθαριστής
κάθαρμα
καθαρματώδης
καθαρμόζω
καθαρμός
καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
καθαρός
καθαρότης
καθαρουργεῖον
καθαρουργία
καθαρουργικός
καθαρουργός
View word page
καθαρμόζω
to join

ShortDef

to join

Debugging

Headword:
καθαρμόζω
Headword (normalized):
καθαρμόζω
Headword (normalized/stripped):
καθαρμοζω
IDX:
43751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43752
Key:

Data

{'content': 'to join'}