Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθαρευτέον
καθαρευτέος
καθαρεύω
καθαριεύω
καθαρίζω
καθάριος
καθαριόω
καθαριστήριον
καθαριστής
κάθαρμα
καθαρματώδης
καθαρμόζω
καθαρμός
καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
καθαρός
καθαρότης
καθαρουργεῖον
καθαρουργία
καθαρουργικός
View word page
καθαρματώδης
connected with

ShortDef

connected with

Debugging

Headword:
καθαρματώδης
Headword (normalized):
καθαρματώδης
Headword (normalized/stripped):
καθαρματωδης
IDX:
43750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43751
Key:

Data

{'content': 'connected with'}