Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθαρειότης
καθαρευτέον
καθαρευτέος
καθαρεύω
καθαριεύω
καθαρίζω
καθάριος
καθαριόω
καθαριστήριον
καθαριστής
κάθαρμα
καθαρματώδης
καθαρμόζω
καθαρμός
καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
καθαρός
καθαρότης
καθαρουργεῖον
καθαρουργία
View word page
κάθαρμα
that which is thrown away in cleansing

ShortDef

that which is thrown away in cleansing

Debugging

Headword:
κάθαρμα
Headword (normalized):
κάθαρμα
Headword (normalized/stripped):
καθαρμα
IDX:
43749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43750
Key:

Data

{'content': 'that which is thrown away in cleansing'}