Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁματροχίη
ἀμαυρία
ἀμαυρόβιος
ἀμαυρός
ἀμαυρότης
ἀμαυροφανής
ἀμαυρόω
ἀμαύρωμα
ἀμαύρωσις
ἀμάχαιρος
ἀμαχανία
ἀμάχανος
ἀμαχεί
ἀμαχητί
ἀμάχητος
ἄμαχος
ἀμάω
ἀμάω2
ἀμβαδέως
ἄμβαρ
ἄμβατος
View word page
ἀμαχανία
despair, helplessness, extremity

ShortDef

despair, helplessness, extremity

Debugging

Headword:
ἀμαχανία
Headword (normalized):
ἀμαχανία
Headword (normalized/stripped):
αμαχανια
IDX:
4374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4375
Key:

Data

{'content': 'despair, helplessness, extremity'}