Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθάρειος
καθαρειότης
καθαρευτέον
καθαρευτέος
καθαρεύω
καθαριεύω
καθαρίζω
καθάριος
καθαριόω
καθαριστήριον
καθαριστής
κάθαρμα
καθαρματώδης
καθαρμόζω
καθαρμός
καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
καθαρός
καθαρότης
καθαρουργεῖον
View word page
καθαριστής
tree-pruner

ShortDef

tree-pruner

Debugging

Headword:
καθαριστής
Headword (normalized):
καθαριστής
Headword (normalized/stripped):
καθαριστης
IDX:
43748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43749
Key:

Data

{'content': 'tree-pruner'}