Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθάπτω
καθάρειος
καθαρειότης
καθαρευτέον
καθαρευτέος
καθαρεύω
καθαριεύω
καθαρίζω
καθάριος
καθαριόω
καθαριστήριον
καθαριστής
κάθαρμα
καθαρματώδης
καθαρμόζω
καθαρμός
καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
καθαρός
καθαρότης
View word page
καθαριστήριον
place for purifying, sifting

ShortDef

place for purifying, sifting

Debugging

Headword:
καθαριστήριον
Headword (normalized):
καθαριστήριον
Headword (normalized/stripped):
καθαριστηριον
IDX:
43747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43748
Key:

Data

{'content': 'place for purifying, sifting'}