Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθαπτός
καθάπτω
καθάρειος
καθαρειότης
καθαρευτέον
καθαρευτέος
καθαρεύω
καθαριεύω
καθαρίζω
καθάριος
καθαριόω
καθαριστήριον
καθαριστής
κάθαρμα
καθαρματώδης
καθαρμόζω
καθαρμός
καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
καθαρός
View word page
καθαριόω
purify

ShortDef

purify

Debugging

Headword:
καθαριόω
Headword (normalized):
καθαριόω
Headword (normalized/stripped):
καθαριοω
IDX:
43746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43747
Key:

Data

{'content': 'purify'}