Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθάπτομαι
καθαπτός
καθάπτω
καθάρειος
καθαρειότης
καθαρευτέον
καθαρευτέος
καθαρεύω
καθαριεύω
καθαρίζω
καθάριος
καθαριόω
καθαριστήριον
καθαριστής
κάθαρμα
καθαρματώδης
καθαρμόζω
καθαρμός
καθάρμοσις
καθαρολογέω
καθαροποιέω
View word page
καθάριος
purgative medicine

ShortDef

purgative medicine

Debugging

Headword:
καθάριος
Headword (normalized):
καθάριος
Headword (normalized/stripped):
καθαριος
IDX:
43745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43746
Key:

Data

{'content': 'purgative medicine'}