Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθάπαν
καθάπαξ
καθαπλόω
καθάπτομαι
καθαπτός
καθάπτω
καθάρειος
καθαρειότης
καθαρευτέον
καθαρευτέος
καθαρεύω
καθαριεύω
καθαρίζω
καθάριος
καθαριόω
καθαριστήριον
καθαριστής
κάθαρμα
καθαρματώδης
καθαρμόζω
καθαρμός
View word page
καθαρεύω
to be clean
ShortDef
to be clean
Debugging
Headword:
καθαρεύω
Headword (normalized):
καθαρεύω
Headword (normalized/stripped):
καθαρευω
IDX:
43742
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43743
Key:
Data
{'content': 'to be clean'}