Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθαμαξεύω
κάθαμμα
καθαμματίζω
καθαμμίζω
καθάπαν
καθάπαξ
καθαπλόω
καθάπτομαι
καθαπτός
καθάπτω
καθάρειος
καθαρειότης
καθαρευτέον
καθαρευτέος
καθαρεύω
καθαριεύω
καθαρίζω
καθάριος
καθαριόω
καθαριστήριον
καθαριστής
View word page
καθάρειος
cleanly, neat, nice, tidy
ShortDef
cleanly, neat, nice, tidy
Debugging
Headword:
καθάρειος
Headword (normalized):
καθάρειος
Headword (normalized/stripped):
καθαρειος
IDX:
43738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43739
Key:
Data
{'content': 'cleanly, neat, nice, tidy'}