Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάθαλος
καθαμαξεύω
κάθαμμα
καθαμματίζω
καθαμμίζω
καθάπαν
καθάπαξ
καθαπλόω
καθάπτομαι
καθαπτός
καθάπτω
καθάρειος
καθαρειότης
καθαρευτέον
καθαρευτέος
καθαρεύω
καθαριεύω
καθαρίζω
καθάριος
καθαριόω
καθαριστήριον
View word page
καθάπτω
to fasten, fix
ShortDef
to fasten, fix
Debugging
Headword:
καθάπτω
Headword (normalized):
καθάπτω
Headword (normalized/stripped):
καθαπτω
IDX:
43737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43738
Key:
Data
{'content': 'to fasten, fix'}