Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθαλμής
κάθαλος
καθαμαξεύω
κάθαμμα
καθαμματίζω
καθαμμίζω
καθάπαν
καθάπαξ
καθαπλόω
καθάπτομαι
καθαπτός
καθάπτω
καθάρειος
καθαρειότης
καθαρευτέον
καθαρευτέος
καθαρεύω
καθαριεύω
καθαρίζω
καθάριος
καθαριόω
View word page
καθαπτός
bound with, equipt with

ShortDef

bound with, equipt with

Debugging

Headword:
καθαπτός
Headword (normalized):
καθαπτός
Headword (normalized/stripped):
καθαπτος
IDX:
43736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43737
Key:

Data

{'content': 'bound with, equipt with'}