Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθάλλομαι
καθαλμάω
καθαλμής
κάθαλος
καθαμαξεύω
κάθαμμα
καθαμματίζω
καθαμμίζω
καθάπαν
καθάπαξ
καθαπλόω
καθάπτομαι
καθαπτός
καθάπτω
καθάρειος
καθαρειότης
καθαρευτέον
καθαρευτέος
καθαρεύω
καθαριεύω
καθαρίζω
View word page
καθαπλόω
spread over
ShortDef
spread over
Debugging
Headword:
καθαπλόω
Headword (normalized):
καθαπλόω
Headword (normalized/stripped):
καθαπλοω
IDX:
43734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43735
Key:
Data
{'content': 'spread over'}