Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθαιρετός
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθαλμάω
καθαλμής
κάθαλος
καθαμαξεύω
κάθαμμα
καθαμματίζω
καθαμμίζω
καθάπαν
καθάπαξ
καθαπλόω
καθάπτομαι
καθαπτός
καθάπτω
καθάρειος
καθαρειότης
καθαρευτέον
καθαρευτέος
View word page
καθαμμίζω
cover with sand
ShortDef
cover with sand
Debugging
Headword:
καθαμμίζω
Headword (normalized):
καθαμμίζω
Headword (normalized/stripped):
καθαμμιζω
IDX:
43731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43732
Key:
Data
{'content': 'cover with sand'}