Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθαιρέτης
καθαιρετικός
καθαιρετός
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθαλμάω
καθαλμής
κάθαλος
καθαμαξεύω
κάθαμμα
καθαμματίζω
καθαμμίζω
καθάπαν
καθάπαξ
καθαπλόω
καθάπτομαι
καθαπτός
καθάπτω
καθάρειος
καθαρειότης
View word page
κάθαμμα
knot
ShortDef
knot
Debugging
Headword:
κάθαμμα
Headword (normalized):
κάθαμμα
Headword (normalized/stripped):
καθαμμα
IDX:
43729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43730
Key:
Data
{'content': 'knot'}