Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετικός
καθαιρετός
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθαλμάω
καθαλμής
κάθαλος
καθαμαξεύω
κάθαμμα
καθαμματίζω
καθαμμίζω
καθάπαν
καθάπαξ
καθαπλόω
καθάπτομαι
καθαπτός
καθάπτω
καθάρειος
View word page
καθαμαξεύω
wear with wheels

ShortDef

wear with wheels

Debugging

Headword:
καθαμαξεύω
Headword (normalized):
καθαμαξεύω
Headword (normalized/stripped):
καθαμαξευω
IDX:
43728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43729
Key:

Data

{'content': 'wear with wheels'}