Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετικός
καθαιρετός
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθαλμάω
καθαλμής
κάθαλος
καθαμαξεύω
κάθαμμα
καθαμματίζω
καθαμμίζω
καθάπαν
καθάπαξ
καθαπλόω
καθάπτομαι
καθαπτός
καθάπτω
View word page
κάθαλος
full of salt, over-salted
ShortDef
full of salt, over-salted
Debugging
Headword:
κάθαλος
Headword (normalized):
κάθαλος
Headword (normalized/stripped):
καθαλος
IDX:
43727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43728
Key:
Data
{'content': 'full of salt, over-salted'}