Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετικός
καθαιρετός
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθαλμάω
καθαλμής
κάθαλος
καθαμαξεύω
κάθαμμα
καθαμματίζω
καθαμμίζω
καθάπαν
καθάπαξ
καθαπλόω
καθάπτομαι
καθαπτός
View word page
καθαλμής
salt, saltish
ShortDef
salt, saltish
Debugging
Headword:
καθαλμής
Headword (normalized):
καθαλμής
Headword (normalized/stripped):
καθαλμης
IDX:
43726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43727
Key:
Data
{'content': 'salt, saltish'}