Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετικός
καθαιρετός
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθαλμάω
καθαλμής
κάθαλος
καθαμαξεύω
κάθαμμα
καθαμματίζω
καθαμμίζω
καθάπαν
καθάπαξ
View word page
καθαίρω
to make pure
ShortDef
to make pure
Debugging
Headword:
καθαίρω
Headword (normalized):
καθαίρω
Headword (normalized/stripped):
καθαιρω
IDX:
43723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43724
Key:
Data
{'content': 'to make pure'}