Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καθαγνίζω
καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετικός
καθαιρετός
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθαλμάω
καθαλμής
κάθαλος
καθαμαξεύω
κάθαμμα
καθαμματίζω
καθαμμίζω
καθάπαν
View word page
καθαιρέω
to take down
ShortDef
to take down
Debugging
Headword:
καθαιρέω
Headword (normalized):
καθαιρέω
Headword (normalized/stripped):
καθαιρεω
IDX:
43722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43723
Key:
Data
{'content': 'to take down'}