Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καθαγισμός
καθαγνίζω
καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετικός
καθαιρετός
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθαλμάω
καθαλμής
κάθαλος
καθαμαξεύω
κάθαμμα
καθαμματίζω
καθαμμίζω
View word page
καθαιρετός
to be taken

ShortDef

to be taken

Debugging

Headword:
καθαιρετός
Headword (normalized):
καθαιρετός
Headword (normalized/stripped):
καθαιρετος
IDX:
43721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43722
Key:

Data

{'content': 'to be taken'}