Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁμάσυκον
ἁματροχάω
ἁματροχιά
ἁματροχίη
ἀμαυρία
ἀμαυρόβιος
ἀμαυρός
ἀμαυρότης
ἀμαυροφανής
ἀμαυρόω
ἀμαύρωμα
ἀμαύρωσις
ἀμάχαιρος
ἀμαχανία
ἀμάχανος
ἀμαχεί
ἀμαχητί
ἀμάχητος
ἄμαχος
ἀμάω
ἀμάω2
View word page
ἀμαύρωμα
obscuration

ShortDef

obscuration

Debugging

Headword:
ἀμαύρωμα
Headword (normalized):
ἀμαύρωμα
Headword (normalized/stripped):
αμαυρωμα
IDX:
4371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4372
Key:

Data

{'content': 'obscuration'}