Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κάειρα
καθά
καθαγίζω
καθαγισμός
καθαγνίζω
καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετικός
καθαιρετός
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθαλμάω
καθαλμής
κάθαλος
καθαμαξεύω
View word page
καθαιρετέος
to be put down
ShortDef
to be put down
Debugging
Headword:
καθαιρετέος
Headword (normalized):
καθαιρετέος
Headword (normalized/stripped):
καθαιρετεος
IDX:
43718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43719
Key:
Data
{'content': 'to be put down'}