Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καδύτας
Κάδυτις
κάδω
Κάειρα
καθά
καθαγίζω
καθαγισμός
καθαγνίζω
καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετικός
καθαιρετός
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
καθαλμάω
View word page
καθαιματόω
make bloody, sprinkle or stain with blood
ShortDef
make bloody, sprinkle or stain with blood
Debugging
Headword:
καθαιματόω
Headword (normalized):
καθαιματόω
Headword (normalized/stripped):
καθαιματοω
IDX:
43715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43716
Key:
Data
{'content': 'make bloody, sprinkle or stain with blood'}