Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καδούσιοι
καδύτας
Κάδυτις
κάδω
Κάειρα
καθά
καθαγίζω
καθαγισμός
καθαγνίζω
καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετικός
καθαιρετός
καθαιρέω
καθαίρω
καθάλλομαι
View word page
καθαιμάσσω
to make bloody, sprinkle

ShortDef

to make bloody, sprinkle

Debugging

Headword:
καθαιμάσσω
Headword (normalized):
καθαιμάσσω
Headword (normalized/stripped):
καθαιμασσω
IDX:
43714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43715
Key:

Data

{'content': 'to make bloody, sprinkle'}