Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάδος
κᾶδος
Καδούσιοι
καδύτας
Κάδυτις
κάδω
Κάειρα
καθά
καθαγίζω
καθαγισμός
καθαγνίζω
καθαιμακτός
καθαιμάσσω
καθαιματόω
κάθαιμος
καθαίρεσις
καθαιρετέος
καθαιρέτης
καθαιρετικός
καθαιρετός
καθαιρέω
View word page
καθαγνίζω
to purify, hallow

ShortDef

to purify, hallow

Debugging

Headword:
καθαγνίζω
Headword (normalized):
καθαγνίζω
Headword (normalized/stripped):
καθαγνιζω
IDX:
43712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43713
Key:

Data

{'content': 'to purify, hallow'}