Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καδαλέομαι
κάδδιχος
καδικεύω
καδίσκιον
καδίσκος
καδμεία
Καδμεῖος
Καδμειώνη
Καδμογενής
Κάδμος
καδοποιός
κάδος
κᾶδος
Καδούσιοι
καδύτας
Κάδυτις
κάδω
Κάειρα
καθά
καθαγίζω
καθαγισμός
View word page
καδοποιός
making pails

ShortDef

making pails

Debugging

Headword:
καδοποιός
Headword (normalized):
καδοποιός
Headword (normalized/stripped):
καδοποιος
IDX:
43701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43702
Key:

Data

{'content': 'making pails'}