Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμαστίγωτος
ἀμάστρευτος
ἁμάσυκον
ἁματροχάω
ἁματροχιά
ἁματροχίη
ἀμαυρία
ἀμαυρόβιος
ἀμαυρός
ἀμαυρότης
ἀμαυροφανής
ἀμαυρόω
ἀμαύρωμα
ἀμαύρωσις
ἀμάχαιρος
ἀμαχανία
ἀμάχανος
ἀμαχεί
ἀμαχητί
ἀμάχητος
ἄμαχος
View word page
ἀμαυροφανής
dimly gleaming
ShortDef
dimly gleaming
Debugging
Headword:
ἀμαυροφανής
Headword (normalized):
ἀμαυροφανής
Headword (normalized/stripped):
αμαυροφανης
IDX:
4369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4370
Key:
Data
{'content': 'dimly gleaming'}