Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καγκαίνω
κάγκαμον
κάγκανος
κάγκελος
καγχαλάω
κάγχανος
καγχασμός
καγχαστής
καδαλέομαι
κάδδιχος
καδικεύω
καδίσκιον
καδίσκος
καδμεία
Καδμεῖος
Καδμειώνη
Καδμογενής
Κάδμος
καδοποιός
κάδος
κᾶδος
View word page
καδικεύω
hold a priesthood
ShortDef
hold a priesthood
Debugging
Headword:
καδικεύω
Headword (normalized):
καδικεύω
Headword (normalized/stripped):
καδικευω
IDX:
43693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43694
Key:
Data
{'content': 'hold a priesthood'}