Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάβος
καγγελλωτή
καγκαίνω
κάγκαμον
κάγκανος
κάγκελος
καγχαλάω
κάγχανος
καγχασμός
καγχαστής
καδαλέομαι
κάδδιχος
καδικεύω
καδίσκιον
καδίσκος
καδμεία
Καδμεῖος
Καδμειώνη
Καδμογενής
Κάδμος
καδοποιός
View word page
καδαλέομαι
one who walks on stilts

ShortDef

one who walks on stilts

Debugging

Headword:
καδαλέομαι
Headword (normalized):
καδαλέομαι
Headword (normalized/stripped):
καδαλεομαι
IDX:
43691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43692
Key:

Data

{'content': 'one who walks on stilts'}