Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καβιδάριος
κάβος
καγγελλωτή
καγκαίνω
κάγκαμον
κάγκανος
κάγκελος
καγχαλάω
κάγχανος
καγχασμός
καγχαστής
καδαλέομαι
κάδδιχος
καδικεύω
καδίσκιον
καδίσκος
καδμεία
Καδμεῖος
Καδμειώνη
Καδμογενής
Κάδμος
View word page
καγχαστής
loud laugher
ShortDef
loud laugher
Debugging
Headword:
καγχαστής
Headword (normalized):
καγχαστής
Headword (normalized/stripped):
καγχαστης
IDX:
43690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43691
Key:
Data
{'content': 'loud laugher'}