Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἄμασις
ἀμαστίγωτος
ἀμάστρευτος
ἁμάσυκον
ἁματροχάω
ἁματροχιά
ἁματροχίη
ἀμαυρία
ἀμαυρόβιος
ἀμαυρός
ἀμαυρότης
ἀμαυροφανής
ἀμαυρόω
ἀμαύρωμα
ἀμαύρωσις
ἀμάχαιρος
ἀμαχανία
ἀμάχανος
ἀμαχεί
ἀμαχητί
ἀμάχητος
View word page
ἀμαυρότης
dimness

ShortDef

dimness

Debugging

Headword:
ἀμαυρότης
Headword (normalized):
ἀμαυρότης
Headword (normalized/stripped):
αμαυροτης
IDX:
4368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4369
Key:

Data

{'content': 'dimness'}