Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Κάβειροι
Καβησόθεν
Καβησός
καβιδάριος
κάβος
καγγελλωτή
καγκαίνω
κάγκαμον
κάγκανος
κάγκελος
καγχαλάω
κάγχανος
καγχασμός
καγχαστής
καδαλέομαι
κάδδιχος
καδικεύω
καδίσκιον
καδίσκος
καδμεία
Καδμεῖος
View word page
καγχαλάω
to laugh aloud
ShortDef
to laugh aloud
Debugging
Headword:
καγχαλάω
Headword (normalized):
καγχαλάω
Headword (normalized/stripped):
καγχαλαω
IDX:
43687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-43688
Key:
Data
{'content': 'to laugh aloud'}