Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμαρύσσω
ἀμάσητος
Ἄμασις
ἀμαστίγωτος
ἀμάστρευτος
ἁμάσυκον
ἁματροχάω
ἁματροχιά
ἁματροχίη
ἀμαυρία
ἀμαυρόβιος
ἀμαυρός
ἀμαυρότης
ἀμαυροφανής
ἀμαυρόω
ἀμαύρωμα
ἀμαύρωσις
ἀμάχαιρος
ἀμαχανία
ἀμάχανος
ἀμαχεί
View word page
ἀμαυρόβιος
living in darkness

ShortDef

living in darkness

Debugging

Headword:
ἀμαυρόβιος
Headword (normalized):
ἀμαυρόβιος
Headword (normalized/stripped):
αμαυροβιος
IDX:
4366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4367
Key:

Data

{'content': 'living in darkness'}