Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
ἀμάσητος
Ἄμασις
ἀμαστίγωτος
ἀμάστρευτος
ἁμάσυκον
ἁματροχάω
ἁματροχιά
ἁματροχίη
ἀμαυρία
ἀμαυρόβιος
ἀμαυρός
ἀμαυρότης
ἀμαυροφανής
ἀμαυρόω
ἀμαύρωμα
ἀμαύρωσις
ἀμάχαιρος
ἀμαχανία
ἀμάχανος
View word page
ἀμαυρία
caligo; eye affliction

ShortDef

caligo; eye affliction

Debugging

Headword:
ἀμαυρία
Headword (normalized):
ἀμαυρία
Headword (normalized/stripped):
αμαυρια
IDX:
4365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4366
Key:

Data

{'content': 'caligo; eye affliction'}