Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀμαρυγκεύς
ἀμαρυγκυσία
ἀμάρυγμα
ἀμαρύσσω
ἀμάσητος
Ἄμασις
ἀμαστίγωτος
ἀμάστρευτος
ἁμάσυκον
ἁματροχάω
ἁματροχιά
ἁματροχίη
ἀμαυρία
ἀμαυρόβιος
ἀμαυρός
ἀμαυρότης
ἀμαυροφανής
ἀμαυρόω
ἀμαύρωμα
ἀμαύρωσις
ἀμάχαιρος
View word page
ἁματροχιά
a jostling
ShortDef
a jostling
Debugging
Headword:
ἁματροχιά
Headword (normalized):
ἁματροχιά
Headword (normalized/stripped):
αματροχια
IDX:
4363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4364
Key:
Data
{'content': 'a jostling'}